- διδῶν
- δίδωμιAër.pres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διδῶν — Δίδης masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδων — δίδωμι Aër. imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) δίδωμι Aër. imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
ՏՈՒԻՉ — (տըւչի, չաց.) NBH 2 0891 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 12c ա. δίδων, δῶν, δότης, δοτήρ dans, qui dedit, dator. Տւօղ, որ ետն կամ տայ. ... *Փառաւոր առնէին զաստուած՝ զտուիչն այնպիսի իշխանութեան՝ մարդկան. Մտթ. ՟Թ. 8:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)